Θετταλίς

Θετταλίς
Θεσσαλίς , Θεσσαλίς
shoe
fem nom sg
Θεσσαλίς , Θεσσαλός
shoe
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Θεσσαλίς — και αττ. τ. Θετταλίς, ἡ (Α) 1. θηλ. τού Θεσσαλός, η Θεσσαλή 2. ως κοινό ουσ. είδος υποδήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού Θεσσαλός*] …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (7, 176), ο Θ. έδωσε το όνομά του στη Θεσσαλία, περιοχή που μέχρι τότε έφερε διάφορες ονομασίες: Αιολία, Αιμονία, Ελλάς, Δρυοπίς και Γραικία. Ο Θ. καταγόταν από τη Θεσπρωτία της Ηπείρου και ήταν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”